- ξεκουρβουλώνω
- και ξεκουρμουλώνω1. ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων2. θεραπεύομαι από αγκύλωση, ξεπιάνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κούρβουλο «κορμός κλήματος». Ο τ. ξεκουρμουλώνω < ξ(ε)-* + κουρμούλα, ιδιωματικός τ. τού κούρβουλο].
Dictionary of Greek. 2013.